προσωμολόγουν

προσωμολόγουν
προσομολογέω
concede
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
προσομολογέω
concede
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσομολογώ — έω, Α 1. ομολογώ, παραδέχομαι κάτι ακόμη 2. αναγνωρίζω επίσης ότι... («προσωμολόγουν ἀληθῆ εἶναι πάντα», Δημοσθ.) 3. αναγνωρίζω επιπρόσθετη οφειλή («τούτῳ προσομολογήσαι τριακοσίας δραχμάς», Ισοκρ.) 4. συμφωνώ επίσης («οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”